Αναζητήστε πληροφορίες:   
   
  TUV


 Νέα > Νέα 2013 > ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ CO2 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ

Η έναρξη της τρίτης φάσης λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Ρύπων από 01/01/2013 σηματοδοτεί το τέλος της δωρεάν διάθεσης δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων στον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής, γεγονός που ήδη αποτελεί την αφετηρία μια σειράς δυσμενών επιπτώσεων για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας. Καθώς οι ηλεκτροπαραγωγοί επιβαρύνονται πλέον με την αγορά των μέχρι πρότινος δωρεάν διατιθέμενων δικαιωμάτων ρύπων, δύνανται (υπό αυστηρά νομικά ελέγξιμες προϋποθέσεις και μεθοδολογίες ανάλογα και με την ισχύ που κατέχουν στη σχετική αγορά εντός της οποίας δραστηριοποιούνται) να μετακυλύουν το κόστος αυτό στους πελάτες τους, με αποτέλεσμα οι βιομηχανικοί καταναλωτές να καλούνται να αντιμετωπίσουν το αναπόφευκτα έτι περαιτέρω αυξανόμενο ενεργειακό κόστος όντες υποκείμενοι και στο επονομαζόμενο «έμμεσο κόστος εκπομπών» (indirect emission cost). Η αύξηση του ενεργειακού κόστους οδηγεί με τη σειρά της στον κίνδυνο αύξησης της«διαρροής άνθρακα» (carbon leakage), ένα φαινόμενο με έντονα αρνητικό οικονομικό, περιβαλλοντικό αλλά και γεωπολιτικό αντίκτυπο, καθότι ολόκληρες βιομηχανικές εγκαταστάσεις μετακινούνται σε τρίτες χώρες όπου δεν ισχύουν δεσμευτικές συμφωνίες για τη μείωση των εκπομπών ή ισχύουν εν γένει ελαστικότερες κανονιστικές ρυθμίσεις επί του θέματος. Ως αποτέλεσμα, όχι μόνο επίκειται σημαντική εξασθένηση της δυναμικής των παραγωγικών κλάδων των κρατών μελών,αλλά ελλοχεύει και ο κίνδυνος αύξησης των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καθιστώντας μία τέτοια εξέλιξη εξόχως αρνητική όχι μόνο από τη σκοπιά της βιομηχανικής πολιτικής αλλά και της πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος.

Στα πλαίσια της αντιμετώπισης του περιβαλλοντικού σκέλους της ανωτέρω περιγραφείσας εξέλιξης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιτρέπει τη χορήγηση στοχευμένων κρατικών ενισχύσεων από τα κράτη μέλη σε βιομηχανικούς κλάδους που υπόκεινται σε υψηλό βαθμό έκθεσης στον κίνδυνο διαρροής άνθρακα. Με βάση το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, τις Οδηγίες που ρυθμίζουν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) 2003/87/ΕΚ και 2009/29/ΕΚ και τις Κατευθυντήριες Γραμμές που εκδόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ, τα κράτη μέλη δύνανται να σχεδιάσουν ένα μηχανισμό κατάλληλο και πρόσφορο, ώστε να αντισταθμιστεί το κόστος των δικαιωμάτων CO2 για συγκεκριμένους επιλέξιμους (όχι συλλήβδην όλους) ενεργοβόρους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ήδη αξιοσημείωτες αυξήσεις του ενεργειακού τους κόστος.

Η δυνατότητα μερικής αντιστάθμισης του κόστους CO2 και τα δυνητικά οφέλη για την ελληνική βιομηχανία

Με βάση τις παραπάνω Κατευθυντήριες Γραμμές, η χώρα μας διαθέτει πλέον το κατάλληλο πλαίσιο για την εφαρμογή ενός μηχανισμού  του έμμεσου κόστους CO2 σε ορισμένους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής, οι οποίοι πλήττονται καίρια από την αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να έχει ισχύ κατά το χρονικό διάστημα 2013-2020.

Για τη θέση ενός τέτοιου μηχανισμού σε εφαρμογή απαιτείται ένα σύνολο ενεργειών, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:

- Ειδικό σχεδιασμό του μέτρου (καθεστώτος) κρατικών ενισχύσεων, το οποίο θα κοινοποιηθεί και θα λάβει την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών συνήθως απαιτεί μερικούς μήνες.

- Εξεύρεση και δέσμευση των κατάλληλων κονδυλίων που θα αξιοποιηθούν για το σκοπό αυτό.

- Προετοιμασία του αναγκαίου νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο.

- Προετοιμασία του κατάλληλου μηχανισμού σε διαχειριστικό επίπεδο για την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.

Η εφαρμογή ενός τέτοιου μηχανισμού μπορεί να έχει συγκεκριμένα οφέλη για τις ελληνικές επιχειρήσεις, υπόκειται όμως και σε συγκεκριμένους περιορισμούς. Στα θετικά του σημεία εγγράφονται:

-  Το γεγονός ότι υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες αποτελεί ένα πρακτικό εργαλείο στήριξης της χειμαζόμενης ελληνικής βιομηχανίας.

-    Η άμεση μείωση που θα επιφέρει στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, ιδιαίτερα σε ενεργοβόρους βιομηχανικούς καταναλωτές.

- Η διασφάλιση ενός ελάχιστου «βαθμού προστασίας» έναντι των μεταβαλλόμενων τιμών των δικαιωμάτων ρύπων. Το ποσό της αντιστάθμισης θα αυξάνεται αναλογικά με την αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων.

Από την άλλη πλευρά, αξίζει να τονιστεί εκ νέου ότι, ο όποιος θεσπισθησόμενος μηχανισμός αντιστάθμισης αφορά συγκεκριμένους κλάδους και δεν καλύπτει παρά ένα μόνο τμήμα της συνολικής επιπλέον επιβάρυνσης που επιφέρει το έμμεσο κόστος εκπομπών στις επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται καταρχάς στον τρόπο υπολογισμού της χορηγούμενης ενίσχυσης στις Κατευθυντήριες Γραμμές. Επηρεάζεται όμως και από τυχόν αποκλίσεις μεταξύ της φιλοσοφίας των Κατευθυντηρίων Γραμμών και του πραγματικού τρόπου υπολογισμού της συνολικής επιβάρυνσης CO2 στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος. Το σημείο αυτό όμως ανοίγει ένα νέο πεδίο συζήτησης, το οποίο αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου λίαν συντόμως.

Καταληκτική επισήμανση

Ενόψει των παραπάνω, καθίσταται επομένως προφανής η επιτακτική φύση της ανάγκης σχεδιασμού και υιοθέτησης του μηχανισμού αντιστάθμισης του έμμεσου κόστους των δικαιωμάτων CO2, προκειμένου να καρπωθούν τα αντίστοιχα δυνητικά οφέλη οι ελληνικές επιχειρήσεις δια της μείωσης των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ θα περιβληθούν και από ένα βαθμό προστασίας από τις ασταθείς τιμές των δικαιωμάτων ρύπων.

H εφαρμογή ενός τέτοιου μηχανισμού εντούτοις απαιτεί κατάλληλη προετοιμασία όλων των εμπλεκόμενων μερών, ορθή επιστημονική και διαδικαστική στοιχειοθέτηση και, για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου,απόλυτη ευθυγράμμιση με το κανονιστικό πλαίσιο αλλά και το πλαίσιο πολιτικών της ΕΕ για το περιβάλλον και το ενωσιακό δίκαιο περί ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

[ΠΗΓΗ: http://www.metaxaslaw.gr]